- εταιρίζω
- ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος]1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. ἑταιρίζομαιεκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ. Ιλ.)3. είμαι εταίρα, ζω εταιρικό βίο («ἴσασιν ἑταιρίζειν, οὐδὲ πιστεύουσι ῥηματίοις καὶ νεανίσκοις», Λουκιαν.)4. συναναστρέφομαι με εταίρες5. συμπεριφέρομαι ως μοιχός6. μεταπείθω, προσελκύω, φέρνω κάποιον με το μέρος μου7. υποστηρίζω κάποιον, τάσσομαι με το μέρος κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.